Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τάκος
1 εγγραφή
τάκος ο [tákos] Ο18 : 1. κομμάτι ξύλου για υποστήριξη. α. τετράγωνο κομματάκι ξύλου, που το τοποθετούν μέσα στον τοίχο για να καρφώσουν κτ. πιο στέρεα: Επάνω στους τάκους πιάνουν οι βίδες και τα καρφιά πιο γερά. ΦΡ μου ΄φυγε ο ~, κουράστηκα πολύ, ξεθεώθηκα. β. μεγάλο κομμάτι ξύλου ή ειδικά κατασκευασμένο αντικείμενο με επικλινή τη μία πλευ ρά του, που το τοποθετούν για να ακινητοποιήσουν κτ.: Έβαλαν έναν τάκο κάτω από τον τροχό. 2. (στρατ., προφ.) η αναφορά: Bγάζω κπ. στον τάκο, τον αναφέρω. τακάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρός τάκος1. 2. τακάκια φρένων, εξάρτημα του μηχανισμού των φρένων.

[βεν. taco `κομμάτι ξύλο ή μέταλλο για υποστήριξη΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες