Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τάκα τάκα [táka táka] επίρρ. χρον. : (οικ.) αμέσως, γρήγορα γρήγορα: Θα τελειώσουμε ~ / στο ~· ΣYN ΦΡ στο άψε σβήσε· στο πι και φι· στα γρήγορα.
[ίσως ιταλ. tacca tacca `έτσι κι έτσι΄ ή τουρκ. takatuka `θόρυβος΄]