Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τάκα τάκα
1 εγγραφή
τάκα τάκα [táka táka] επίρρ. χρον. : (οικ.) αμέσως, γρήγορα γρήγορα: Θα τελειώσουμε ~ / στο ~· ΣYN ΦΡ στο άψε σβήσε· στο πι και φι· στα γρήγορα.

[ίσως ιταλ. tacca tacca `έτσι κι έτσι΄ ή τουρκ. takatuka `θόρυβος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες