Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταγιάρω [tajáro] -ομαι Ρ6 : χαράζω σε κρυστάλλινες επιφάνειες διακοσμητικά σχέδια: Ποτήρι / βάζο ταγιαρισμένο, σκαλιστό· ταγέ.
[βεν. tagiar -ω]
- τάλια η [tála] & τάγια η [tája] Ο25α : (ραπτ.) το τμήμα του σώματος ανάμεσα στους ώμους και στους γοφούς και το αντίστοιχο τμήμα του ρούχου: Kοντή / μακριά ~.
[ιταλ. taglia· βεν. tagia]