Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύσφιξη
1 εγγραφή
σύσφιξη η [sísfiksi] & σύσφιγξη η [sísfiŋgsi] Ο33 : η ενέργεια του συσφίγγω. 1. το δυνατό σφίξιμο των σημείων όπου συνδέονται δύο στοιχεία: Tο κλειδί είναι όργανο για τη ~ κοχλιών. 2. (μτφ.): H σύσφιγξη των διπλωματικών σχέσεων / των οικογενειακών δεσμών, δημιουργία στενότερων, πιο φιλικών και εγκάρδιων σχέσεων.

[λόγ.: 1: σύσφιγξις (-σις > -ση) και αποβ. του [ŋ] πριν απο [g] · 2: σημδ. γαλλ. resserrement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες