Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύσσωμος
1 εγγραφή
σύσσωμος -η -ο [sísomos] Ε5 : για ένα σύνολο ανθρώπων που αντιδρά με απόλυτη ομοφωνία και με ενεργό συνήθ. συμμετοχή· ΣYN (έκφρ.) σαν ένας άνθρωπος, σαν ένα σώμα: ~ ο λαός / σύσσωμο το έθνος αντιτάχθηκε στον επιδρομέα. Σύσσωμη η βουλή χειροκρότησε την ομιλία του πρωθυπουργού.

[λόγ. < ελνστ. σύσσωμος `ενωμένος σε ένα σώμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες