Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σύσσωμος -η -ο [sísomos] Ε5 : για ένα σύνολο ανθρώπων που αντιδρά με απόλυτη ομοφωνία και με ενεργό συνήθ. συμμετοχή· ΣYN (έκφρ.) σαν ένας άνθρωπος, σαν ένα σώμα: ~ ο λαός / σύσσωμο το έθνος αντιτάχθηκε στον επιδρομέα. Σύσσωμη η βουλή χειροκρότησε την ομιλία του πρωθυπουργού.
[λόγ. < ελνστ. σύσσωμος `ενωμένος σε ένα σώμα΄]