Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σύσπαστο το [síspasto] Ο41 : (τεχν.) είδος απλού πολύσπαστου.
[λόγ. < ελνστ. σύσπαστον (ἐγχειρίδιον) `μαχαίρι χωνευτό μέσα στη λαβή του΄ (αρχ. επίθ. σύσπαστος `που μπορεί να συμπτυχτεί΄)]