Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύσκιος
1 εγγραφή
σύσκιος -α -ο [sískios] Ε6 : (λόγ.) πολύ σκιερός. || (ως ουσ.) το σύσκιο, τόπος σκιερός.

[λόγ. < αρχ. σύσκιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες