Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύντεκνος
1 εγγραφή
σύντεκνος ο [síndeknos] Ο20 θηλ. συντέκνισσα [sindéknisa] Ο27 : (λαϊκότρ.) κουμπάρος.

[ελνστ. σύντεκνος `θετός αδελφός΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· σύντεκν(ος) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες