Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύνταγμα
8 εγγραφές [1 - 8]
σύνταγμα 1 το [síndaγma] Ο49 : ο θεμελιακός γραπτός νόμος ενός κράτους, που καθορίζει τη μορφή του πολιτεύματος και ρυθμίζει τους βασικούς κανόνες λειτουργίας του, ο καταστατικός χάρτης μιας χώρας: Σύνταξη / αναθεώρηση / παραβίαση / τήρηση του συντάγματος. H τήρηση του συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, σύμφωνα με το ακροτελεύτιο άρθρο του ελληνικού συντάγματος.

[λόγ. < αρχ. σύνταγμα `νόμοι, οργάνωση πολιτείας΄ σημδ. γαλλ. constitution]

σύνταγμα 2 το : (στρατ.) στρατιωτική μονάδα πεζικού, που αποτελείται από ορισμένο αριθμό ταγμάτων, επιλαρχιών ή μοιρών πυροβολικού.

[λόγ. < αρχ. σύνταγμα `οργανωμένο στρατιωτικό σώμα΄ (ελνστ.: 1/10 της λεγεώνας) σημδ. γαλλ. régiment]

σύνταγμα 3 το : 1.συλλογή ιστορικών μνημείων που έχουν καταγραφεί και ταξινομηθεί επιστημονικά: ~ αρχαίων ελληνικών επιγραφών. ~ θείων και ιερών κανόνων. 2. (γλωσσ.) σύνολο γλωσσικών στοιχείων που συνδέονται ιεραρχικά μεταξύ τους και που αποτελούν μιαν ενότητα στο εσωτερικό μιας ευρύτερης μονάδας (φράσης), επίσης ιεραρχικά δομημένης· (πρβ. σύνθεμα): Ονοματικό / ρηματικό ~. 3. (γλυπτ.) παράσταση δύο ή περισσότερων προσώπων που αποτελούν ένα σύνολο· (πρβ. σύμπλεγμα): Tο ~ των τυραννοκτόνων είναι έργο του Kριτίου και του Nησιώτη.

[λόγ.: 1: ελνστ. σύνταγμα `εγχειρίδιο΄, αρχ. σημ.: `κτ. βαλμένο σε τάξη΄· 2: γαλλ. syntagme < αρχ. σύνταγμα· 3: σημδ.(;)]

συνταγματάρχης ο [sindaγmatárxis] Ο10 θηλ. συνταγματάρχης [sindaγmatárxis] & (προφ.) συνταγματαρχίνα [sindaγmatarxína] Ο26 : 1α. (στρατ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από τον αντισυνταγματάρχη και κατώτερος από τον ταξίαρχο. || (πληθ.) οι πρωταίτιοι της δικτατορίας της 21ης Aπριλίου 1967: Tο πραξικόπημα / η χούντα των συνταγματαρχών. β. (παλαιότ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον αντισυνταγματάρχη και κατώτερος από τον ταξίαρχο. 2. (θηλ.) α. γυναίκα που έχει το βαθμό του συνταγματάρχη. β. συνταγματαρχίνα, η γυναίκα του συνταγματάρχη.

[λόγ. < ελνστ. συνταγματάρχης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· συνταγματάρχ(ης) -ίνα]

συνταγματικός 1 -ή -ό [sindaγmatikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με το σύνταγμα μιας χώρας: Συνταγματική αλλαγή. Συνταγματικό δίκαιο, κλάδος του δημόσιου δικαίου. || ~ χάρτης, το σύνταγμα. 2α. που είναι σύμφωνος με το σύνταγμα ή που απορρέει από αυτό: H επίμαχη διάταξη του νόμου κρίθηκε συνταγματική. ANT αντισυνταγματική. Tα συνταγματικά δικαιώματα του πολίτη. || ~ πολίτης, που συμμορφώνεται με τις επιταγές του συντάγματος. β. που ρυθμίζεται ή που περιορίζεται από το σύνταγμα: Συνταγματικό πολίτευμα. Συνταγματική βασιλεία. ~ βασιλιάς. συνταγματικά ΕΠIΡΡ: ~ κατοχυρωμένα δικαιώματα του πολίτη.

[λόγ. συνταγματ- (σύνταγμα) 1 -ικός μτφρδ. γαλλ. constitutionnel]

συνταγματικός 2 -ή -ό : (γλωσσ.) που αναφέρεται στο σύνταγμα 3, στις σχέσεις των στοιχείων που εμφανίζονται στην αλυσίδα του λόγου. ANT παραδειγματικός2: ~ άξονας. Συνταγματικές σχέσεις. || (ως ουσ.) η συνταγματική, η μελέτη των συνταγμάτων.

[λόγ. < γαλλ. syntagmatique < syntagmat- (syntagme) = συνταγματ- (σύνταγμα)32 -ique = -ικός (διαφ. το ελνστ. συνταγματικός `που αναφέρεται σε εγχειρίδιο΄)]

συνταγματικότητα η [sindaγmatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του συνταγματικού 1. ANT αντισυνταγματικότητα: Tο Συμβούλιο Επικρατείας θα κρίνει τη ~ του νόμου / ασκεί τον έλεγχο της συνταγματικότητας των πράξεων της διοίκησης.

[λόγ. συνταγματικ(ός)1 -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. constitutionnalité]

συνταγματολόγος ο [sindaγmatolóγos] Ο18 θηλ. συνταγματολόγος [sin daγmatolóγos] Ο35 : νομικός ειδικευμένος στο συνταγματικό δίκαιο.

[λόγ. συνταγματ- (σύνταγμα) 1 -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες