Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύννους
1 εγγραφή
σύννους -ους -ουν [sínus] Ε12ε : (λόγ.) βυθισμένος σε σκέψεις.

[λόγ. < αρχ. σύννους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες