Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύνεδρος
1 εγγραφή
σύνεδρος ο [síneδros] Ο19 θηλ. σύνεδρος [síneδros] Ο36 : 1.αυτός που μετέχει σε ένα συνέδριο. 2. τακτικός δικαστής που μετέχει σε συνεδρίαση κακουργιοδικείου ή πλημμελειοδικείου.

[λόγ. < αρχ. σύνεδρος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες