Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύνεγγυς
1 εγγραφή
σύνεγγυς [sínengis] επίρρ. : μόνο στη λόγια έκφραση εκ του ~, από κοντά: Tα προβλήματα της περιοχής πρέπει να εξεταστούν εκ του ~.

[λόγ. < αρχ. σύνεγγυς `πολύ κοντά΄ σημδ. γαλλ. de près]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες