Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύναρθρος
1 εγγραφή
σύναρθρος -η -ο [sínarθros] Ε5 : (γραμμ.) έναρθρος 2.

[λόγ. < ελνστ. σύναρθρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες