Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύμπτωμα
5 εγγραφές [1 - 5]
σύμπτωμα το [símptoma] Ο49 : 1.παθολογικό φαινόμενο που αποτελεί χαρακτηριστικό μιας συγκεκριμένης νόσου ή γενικότερα, μιας ανωμαλίας του οργανισμού: H διάγνωση στηρίζεται στη γνώση και στην αξιολόγηση των συμπτωμάτων. Ο βήχας είναι τυπικό ~ του κοκίτη. Aντικειμενικά συμπτώματα, που τα ανακαλύπτει ο γιατρός με κλινικές ή εργαστηριακές εξετάσεις. Yποκειμενικά συμπτώματα, που τα αισθάνεται ο ασθενής. 2. (μτφ.) για κτ. που αποτελεί ένδειξη, που μας βοηθάει να αποκαλύψουμε την ύπαρξη ή να προβλέψουμε την εξέλιξη μιας κατάστασης, συνήθ. αρνητικής: H νέκρωση της αγοράς είναι ένα από τα πρώτα συμπτώματα της επερχόμενης οικονομικής κρίσης. Παρατηρήθηκαν συμπτώματα απειθαρχίας στο στρατό.

[λόγ. < ελνστ. σύμπτωμα, αρχ. σημ.: `τυχαίο γεγονός΄]

συμπτωματικός 1 -ή -ό [simptomatikós] Ε1 : που οφείλεται σε σύμπτωση· τυχαίος: H συνάντησή τους ήταν συμπτωματική. Δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι οι εξαγωγές μας μειώθηκαν. || Είναι συμπτωματικό ότι… συμπτωματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. συμπτωματικός]

συμπτωματικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με το σύμπτωμα μιας νόσου: Συμπτωματική θεραπεία, για την καταπολέμηση των συμπτωμάτων και όχι των αιτίων. ~ φορέας, που δεν είναι μόνο φορέας μιας νόσου αλλά έχει εκδηλώσει και τα συμπτώματά της. ANT ασυμπτωματικός.

[λόγ. < γαλλ. symptomatique < ελνστ. συμπτωματ- (σύμπτωμα) -ique = -ικός]

συμπτωματολογία η [simptomatolojía] Ο25 : το σύνολο των συμπτωμάτων μιας νόσου: Kλινική ~. Ο καρκίνος παρουσιάζει βαριά ~.

[λόγ. < γαλλ. symptomatologie < ελνστ. συμπτωματ- (σύμπτωμα) -ο- + -logie = -λογία]

συμπτωματολογικός -ή -ό [simptomatolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη συμπτωματολογία.

[λόγ. < γαλλ. symptomatologique < symptomato log(ie) = συμπτωματολογ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες