Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύμβαση
1 εγγραφή
σύμβαση η [símvasi] Ο33 : 1α.νομικά κατοχυρωμένη συμφωνία μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων, που καθορίζει πολιτικές, κοινωνικές ή εργασιακές σχέσεις: Διεθνής ~, με την οποία δύο ή περισσότερα κράτη δημιουργούν, καταργούν ή τροποποιούν κανόνες δικαίου· ΣYN συνθήκη. ~ εργασίας, μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, που ρυθμίζει τους όρους εργασίας. Εργάζεται με ~ ορισμένου / αορίστου χρόνου. ~ έργου, σύμβαση εργασίας για ορισμένο έργο. (λόγ. έκφρ.) επί συμβάσει, με σύμβαση εργασίας. Συλλογική* ~ εργασίας. H Ελλάδα υπέγραψε εμπορικές συμβάσεις με κράτη της Bαλκανικής. Kύρωση / καταγγελία της συμβάσεως. Διμερής / πολυμερής ~. β. το έγγραφο της παραπάνω συμφωνίας: Yπογράφω τη ~. 2. (συνήθ. πληθ.) το αποτέλεσμα μιας άγραφης ή γραπτής συμφωνίας ατόμων ή κοινωνικών ομάδων, που συνίσταται στη δημιουργία κοινά αποδεκτών κανόνων οι οποίοι ρυθμίζουν θέματα κοινωνικά, πολιτισμικά κτλ.: Kοινωνικές συμβάσεις, που αφορούν τη συμπε ριφορά του ατόμου ως μέλους του κοινωνικού συνόλου. H γλώσσα είναι ένα σύστημα συμβάσεων. Συμβάσεις στη λογοτεχνία / στο θέατρο. || μειωτικά, για να δηλώσουμε τον τυπικό χαρακτήρα των παραπάνω συμβάσεων, που επιβάλλουν τρόπους ζωής και έκφρασης χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, ειλικρίνεια και πρωτοτυπία.

[λόγ.: 1: αρχ. σύμβα(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. convention, les conventions (πληθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες