Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σύδεντρο το [síδendro] Ο41 : πυκνό δάσος.
[ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. σύνδενδρος (προφ. [ndr] ) `δασωμένος΄ με αποβ. του [n] πριν από [δ] (η δημιουργία του ελνστ. έγινε μετά την τροπή [d > δ] σε αρχή λ.)]