Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύγκλιση
1 εγγραφή
σύγκλιση η [síŋglisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συγκλίνω. ANT απόκλιση: ~ πορείας / φωτεινών ακτίνων. ~ απόψεων / ιδεών / οικονομιών. Είναι διάχυτη η αισιοδοξία ότι η Ελλάδα θα πετύχει τα κριτήρια σύγκλισης με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να συμμετάσχει στην Οικονομική και Nομισματική Ένωση. Επιτεύχθηκε ~ των αντιτιθέμενων απόψεων.

[λόγ. < ελνστ. σύγκλι(σις) `στενοπορία΄ -ση σημδ. γαλλ. convergence]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες