Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύγκλητος
1 εγγραφή
σύγκλητος η [síŋglitos] Ο36 : 1.ανώτατο διοικητικό σώμα πανεπιστημίων και άλλων ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. 2. ανώτατο νομοθετικό και διοικητικό σώμα της αρχαίας Ρώμης.

[λόγ.: 2: αρχ. σύγκλητος (ενν. βουλή) `συνέλευση της βουλής ύστερα από πρόσκληση΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. Senatus· 1: σημδ. γερμ. Senat]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες