Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σωτηρία η [sotiría] Ο25 : 1α.απαλλαγή από κπ. πολύ μεγάλο κίνδυνο· διάσωση: Ο γιατρός αγωνίζεται για τη ~ του αρρώστου. Yπάρχει ακόμη κάποια ελπίδα σωτηρίας για τα δάση μας. Σταυροφορία για τη ~ του Παρθενώνα. ΦΡ σανίδα* σωτηρίας. || Στρατός Σωτηρίας, διεθνής χριστιανική φιλανθρωπική οργάνωση. β. (οικ.) απαλλαγή από κάποια δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση: Δεν υπάρχει άλλη ~ από τη σκόνη, παρά μόνο να κλείσεις τα παράθυρα. Bρήκα τη ~ μου μ΄ αυτό το φάρμακο. Οι ηλεκτρικές συσκευές είναι ~ για τη νοικοκυρά, μεγάλη διευκόλυνση. 2. (θεολ.) λύτρωση από την αμαρτία: H ~ του ανθρώπινου γένους από το προπατορικό αμάρτημα.
[λόγ. < αρχ. σωτηρία]
- σωτήριος -α -ο [sotírios] Ε6 : (με πργ. ή με αφηρ. ουσ.) που σώζει κπ. ή κτ. από μεγάλο κίνδυνο ή που απαλλάσσει από δύσκολες καταστάσεις: Σωτήρια βοήθεια / επέμβαση / εφεύρεση. Σωτήριο φάρμακο / μηχάνημα. (εκκλ. έκφρ.) το σωτήριο(ν) έτος: α. που αριθμείται από τη γέννηση του Xριστού: Kατά το σωτήριο έτος 1900. β. (ειρ.) όταν αναφέρεται κάποιος σε σύγχρονες καταστάσεις ή σε γεγονότα που όμως θυμίζουν παλαιότερες εποχές: Οι κάτοικοι του χωριού κατά το σωτήριο έτος 1998 υδρεύονται από την κοινοτική βρύση.
[λόγ. < αρχ. σωτήριος (σ. έτος: μτφρδ. γαλλ. l΄année de notre Seigneur)]