Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωσίβιος
1 εγγραφή
σωσίβιος -α -ο [sosívios] Ε6 : σωσίβια λέμβος, βάρκα που είναι κατάλληλα εξοπλισμένη για τη διάσωση ναυαγών και που υπάρχει υποχρεωτικά σε κάθε πλοίο. || (ως ουσ.) το σωσίβιο*.

[λόγ. σωσι- (θ. του σώζω) + βίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες