Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σωσίβιος -α -ο [sosívios] Ε6 : σωσίβια λέμβος, βάρκα που είναι κατάλληλα εξοπλισμένη για τη διάσωση ναυαγών και που υπάρχει υποχρεωτικά σε κάθε πλοίο. || (ως ουσ.) το σωσίβιο*.
[λόγ. σωσι- (θ. του σώζω) + βίος]