Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωρεία
1 εγγραφή
σωρεία η [soría] Ο25 : συνήθ. σε λόγια σύνταξη και κυρίως με αφηρημένα ουσιαστικά δηλώνει το μεγάλο αριθμό, το μεγάλο πλήθος: ~ σφαλμάτων / παραβιάσεων / επιχειρημάτων.

[λόγ. < ελνστ. σωρεία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες