Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σωματομετρικός -ή -ό [somatometrikós] Ε1 : που αναφέρεται στη σωματομετρία: Σωματομετρικοί δείκτες.
σωματομετρικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < διεθ. somatometr- = σωματομετρ(ία) -ic = -ικός]



