Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σωληνάριο το [solinário] Ο42 : 1.μικρός, συνήθ. γυάλινος σωλήνας, κλειστός στο ένα άκρο, που χρησιμοποιείται ως θήκη κυρίως για ταμπλέτες, χάπια κτλ. 2. μικρή σωληνοειδής θήκη από εύκαμπτο υλικό για παχύρρευστες ουσίες, όπως π.χ. για αλοιφές, κρέμες κτλ., οι οποίες βγαίνουν στην επιθυμητή ποσότητα όταν πιεστεί κατάλληλα η θήκη: ~ με οδοντόκρεμα.
[λόγ. < ελνστ. σωληνάριον `μικρός σωλήνας΄ υποκορ. του αρχ. σωλήν]