Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σχόλασμα το [sxólazma] Ο49 : η αποχώρηση μαθητή από το σχολείο ή εργαζομένου από το χώρο της δουλειάς μετά το τέλος της εργασίας.
[λόγ. επίδρ. στο σκόλασμα < σκολασ- (σκολνώ) -μα]



