Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχολώ
1 εγγραφή
σχολώ [sxoló] & -άω Ρ10.4α : 1.τελειώνω την ημερήσια, πρωινή ή απογευματινή εργασία μου. α. (για μαθητή) τελειώνω τα μαθήματα και φεύγω από το σχολείο: Σχολάσαμε στις δύο. Tι ώρα σχολάει το σχολείο; || (για διδάσκοντα) αφήνω τους μαθητές να φύγουν από το σχολείο: Σήμερα μας σχόλασαν μία ώρα νωρίτερα. β. (για εργαζόμενο) τελειώνω τη δουλειά μου και φεύγω από το χώρο εργασίας. 2. (οικ.) απολύω κπ. από τη δουλειά του: Έκλεισε το εργοστάσιο και σχόλασε όλους τους εργάτες. || (έκφρ.) τον / τη σχόλασε, διέκοψε τις ερωτικές συνήθ. σχέσεις μαζί του / της. || (λαϊκ.) σχόλασε, για κπ. που βρίσκεται στο τέλος της ζωής του ή για κτ. που χάλασε.

[λόγ. επίδρ. στο σκολώ < αρχ. σχολάζω `έχω άνεση χρόνου, παύω να κάνω κτ.΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] και μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. σχολασ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες