Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχολικός
1 εγγραφή
σχολικός -ή -ό [sxolikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με το σχολείο ή με τους μαθητές: Σχολικό έτος, διδακτικό. Σχολική ηλικία, κατά την οποία το παιδί πηγαίνει στο σχολείο. α. που ανήκει στο σχολείο: ~ κήπος. Σχολική βιβλιοθήκη. Σχολικό κτίριο. β. για κτ. που είναι κατάλληλο για τους μαθητές: Σχολικό βιβλίο. Σχολικά είδη και ως ουσ. τα σχολικά. Σχολικό λεω φορείο και ως ουσ. το σχολικό. 2α. που αποτελείται από μαθητές: Σχολι κή χορωδία / ορχήστρα. β. που γίνεται για ή από τους μαθητές: Σχολική εκδρομή. Σχολικές διακοπές. Σχολική επίδοση. Σχολικές ασκήσεις. γ. που ασχολείται με τους μαθητές ή με το σχολείο: ~ σύμβουλος. ~ γιατρός, σχολίατρος.

[λόγ. < ελνστ. σχολικός `κατάλληλος για φιλοσοφική ενασχόληση΄ σημδ. γαλλ. scolaire (< υστλατ. scholaris < αρχ. σχολή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες