Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκιστός -ή -ό [skistós] & σχιστός -ή -ό [s
istós] Ε1 : (συνήθ. για ρούχο) που φέρει ένα πολύ μικρό σε πλάτος άνοιγμα που μοιάζει με σκίσιμο: Σκιστή φούστα. Σκιστό μανίκι. || Σκιστά μάτια, που οι άκρες των βλεφάρων είναι ελαφρά τραβηγμένες προς τους κροτάφους, έτσι ώστε το άνοιγμα που αφήνουν να είναι επίμηκες: Οι Kινέζοι έχουν σκιστά μάτια. [αρχ. σχιστός με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] · λόγ. < αρχ. σχιστός]