Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχιστός
1 εγγραφή
σκιστός -ή -ό [skistós] & σχιστός -ή -ό [sistós] Ε1 : (συνήθ. για ρούχο) που φέρει ένα πολύ μικρό σε πλάτος άνοιγμα που μοιάζει με σκίσιμο: Σκιστή φούστα. Σκιστό μανίκι. || Σκιστά μάτια, που οι άκρες των βλεφάρων είναι ελαφρά τραβηγμένες προς τους κροτάφους, έτσι ώστε το άνοιγμα που αφήνουν να είναι επίμηκες: Οι Kινέζοι έχουν σκιστά μάτια.

[αρχ. σχιστός με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] · λόγ. < αρχ. σχιστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες