Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχισμάδα
1 εγγραφή
σχισμάδα η [sxizmáδa] & σκισμάδα η [sizmáδa] Ο26 : σχισμή.

[σκ-: μσν. σχισμάδα με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < σχισμ(ή) -άδα· σχ-: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες