Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σχισμάδα η [sxizmáδa] & σκισμάδα η [s
izmáδa] Ο26 : σχισμή. [σκ-: μσν. σχισμάδα με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < σχισμ(ή) -άδα· σχ-: λόγ. επίδρ.]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[σκ-: μσν. σχισμάδα με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < σχισμ(ή) -άδα· σχ-: λόγ. επίδρ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |