Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχετικιστικός
1 εγγραφή
σχετικιστικός -ή -ό [sxetiistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το σχετικισμό ή το σχετικιστή.

[λόγ. σχετι κιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες