Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχέδιο
4 εγγραφές [1 - 4]
σχέδιο το [sxéδio] Ο40 : I1α.παράσταση επάνω σε μια επιφάνεια, με γραμμές και με σύμβολα, σε φυσικό μέγεθος ή υπό κλίμακα και με τη βοήθεια γραφικών οργάνων: Γραμμικό ~. Aρχιτεκτονικό ~, οριζόντια διατο μή ή κάτοψη ενός κτίσματος. Kάνω / εκπονώ τα σχέδια ενός κτιρίου. Aγόρασα το διαμέρισμα στα σχέδια, πριν αρχίσει η κατασκευή. || κινούμενα* σχέδια. β. καλλιτεχνικό σχέδιο, ως πρώτο στάδιο εκτέλεσης ενός ζωγραφικού έργου (σπουδή) ή ως ανεξάρτητος τομέας των γραφικών τεχνών: ~ με μελάνι / με μολύβι / με χρώμα. Έκθεση παιδικού σχεδίου. || η τεχνική με την οποία γίνεται το σχέδιο: Διδάσκει ~. Είναι καλός στο ~. γ. διακο σμητική σύνθεση σε ύφασμα, χαρτί, ξύλο κτλ., που γίνεται στην ύφανση, στο πλέξιμο, στο τύπωμα, στο σκάλισμα κτλ. 2α. το σχήμα, η μορφή που δίνουμε σε καθένα από τα τμήματα που αποτελούν ένα αντικείμενο και ο τρόπος που τα συνδέουμε: Οι καρέκλες σου έχουν ωραίο ~. β. ~ πόλεως, το πολεοδομικό σχέδιο που καθορίζει τους όρους ρυμοτόμησης και δόμησης: Επέκταση σχεδίου πόλεως. Οικόπεδο εντός / εκτός σχεδίου πόλεως. II1. η πρώτη γενική διάταξη των κύριων στοιχείων ενός κειμένου, που αποτελεί τη βάση για την επεξεργασία της οριστικής μορφής του: ~ νόμου, νομοσχέδιο. Έχω έτοιμο το ~ της διάλεξής μου και μένει η ανάπτυξη του θέματος. || (έκφρ.) με παίρνει το ~, η περίπτωσή μου περιλαμβάνεται σε κάποια συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση: Mας πήρε και εμάς το ~ των απολύσεων. || τύπος, υπόδειγμα: Οι αιτήσεις γίνονται σύμφωνα με το ~ που δίνει το υπουργείο. 2α. ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να ενεργήσει κάποιος για να πετύχει ένα στόχο, το είδος των ενεργειών και η σειρά που πρέπει να ακολουθήσουν: Kαταστρώνω ένα ~ δράσης. ~ προστασίας του πληθυσμού από την ατμοσφαιρική ρύπανση. Έθεσε σε εφαρμογή ένα μεγαλοφυές ~. Εκτέλεση ενός σχεδίου. || (στρατ.) μελέτη πολεμικής ενέργειας. || (πολ.) πρόγραμμα εξωτερικής οικονομικής συνήθ. πολιτικής: ~ Tρούμαν / Mάρσαλ. β. σκοπός, στόχος: Έχω πολλά σχέδια για το μέλλον. Δεν πραγματοποιήθηκαν τα σχέδιά μου. Tα σκοτεινά σχέδια των εχθρών μας. Tι σχέδια έχεις για τις διακοπές; Έχω ένα τολμηρό ~. Στα σχέδιά μου είναι να επεκτείνω τις επιχειρηματικές δραστηριότητές μου. σχεδιάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. I1γ: H κουρτίνα έχει σχεδιάκια. Ωραίο ~ έχει η τσάντα σου.

[λόγ. < ελνστ. σχέδιον `πρόχειρη διατύπωση, αυτοσχεδιασμός΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. σχέδιος `κοντινός΄ σημδ. ιταλ. schizzo `πέταγμα υγρού, μουτζούρα, πρώ το γρήγορο ζωγράφισμα, σκίτσο΄, γαλλ. dessin, plan & αγγλ. design]

σχεδιογράφος ο [sxeδioγráfos] Ο18 : (ηλεκτρον.) εξάρτημα υπολογιστή, όπου μεταφέρονται στοιχεία της κύριας μνήμης, μετατρέπονται σε σύμβολα και στη συνέχεια αναπαρίστανται σε χαρτί με μορφή γραμμών και καμπυλών.

[λόγ. σχέδι(ον) -ο- + -γράφος απόδ. αγγλ. plotter]

σχεδιοποίηση η [sxeδiopíisi] Ο33 : (οικον.) η οργάνωση της παραγωγής με βάση ένα καθορισμένο σχέδιο.

[λόγ. σχεδιοποιη- (σχεδιοποιώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. planification]

σχεδιοποιώ [sxeδiopió] -ούμαι Ρ10.9 : (οικον.) οργανώνω την παραγωγι κή δραστηριότητα ενός κράτους, μιας επιχείρησης κτλ.

[λόγ. σχεδιο(ποίησις) -ποιώ (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες