Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σφουγγαρίστρα η [sfuŋgarístra] Ο25 : 1.οικιακό εργαλείο που αποτελείται από ένα στέλεχος, στην άκρη του οποίου είναι προσαρμοσμένο ένα κροσσωτό σφουγγαρόπανο που στύβεται, συνήθ. με έναν ειδικό μηχανισμό. 2. (παρωχ.) καθαρίστρια που σφουγγαρίζει πατώματα και σκάλες.
[σφουγγαρισ- (σφουγγαρίζω) -τρα]



