Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφουγγάτο
1 εγγραφή
σφουγγάτο το [sfuŋgáto] Ο39 : ομελέτα με λαχανικά.

[μσν. σφουγγάτο `πίτα σαν σφουγγάρι΄ < σφογγάτον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [g] ) < σφόγγ(ος δες σφουγγάρι) -άτον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες