Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφουγγάρι
4 εγγραφές [1 - 4]
σφουγγάρι το [sfuŋgári] Ο44 : 1.θαλάσσιος οργανισμός που δεν έχει την ικανότητα να κινείται και του οποίου ο ελαφρύς και πορώδης σκελετός είναι κατάλληλος για διάφορες χρήσεις· σπόγγος: Στη Mεσόγειο αλιεύονται πολλά σφουγγάρια. 2. μαλακή πορώδης μάζα πολύ απορροφητική, με κιτρινωπό χρώμα και ακανόνιστο σχήμα, που προέρχεται από τον κατάλληλα επεξεργασμένο σκελετό του ομώνυμου ζώου και που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του σώματος ή αντικειμένων και επιφανειών: ~ για το μπάνιο / για την κουζίνα. || απομίμηση σφουγγαριού από συνθετική ύλη: Tετράγωνο / στρογγυλό / κίτρινο / κόκκινο ~. (έκφρ.) πίνει σαν ~, για υπερβολική οινοποσία. ρουφάει / τραβάει / πίνει σαν ~, για κτ. που έχει μεγάλη απορροφητικότητα: Ο τοίχος ρουφάει την υγρασία σαν ~. Οι μελιτζάνες πίνουν το λάδι σαν ~. ΦΡ σβήνω κτ. με το ~, το σβήνω από τη μνήμη μου, το ξεχνώ: Σβήνω τα χρέη / τα σβήνω με το ~, τα παραγράφω. σφουγγαράκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. σφουγγάρι < ελνστ. *σφογγάριον, σπογγάριον υποκορ. του αρχ. σφόγγος, σπόγγος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [g] )]

σφουγγαρίζω [sfuŋgarízo] -ομαι Ρ2.1 : καθαρίζω μια οριζόντια επιφάνεια, κυρίως πάτωμα ή σκάλα, με σφουγγάρι, με βούρτσα ή συνήθ. με ειδικό απορροφητικό πανί, το σφουγγαρόπανο, που το βουτώ σε νερό και απορρυπαντικό: Θα σφουγγαρίσω το δωμάτιο. Tο παρκέ διαρκείας σφουγγαρίζεται. Οι σκάλες είναι σφουγγαρισμένες.

[σφουγγάρ(ι) -ίζω]

σφουγγάρισμα το [sfuŋgárizma] Ο49 : η ενέργεια του σφουγγαρίζω και κυρίως το πλύσιμο πατώματος ή σκάλας: Tο μπαλκόνι θέλει σκούπισμα και ~.

[σφουγγαρισ- (σφουγγαρίζω) -μα]

σφουγγαρίστρα η [sfuŋgarístra] Ο25 : 1.οικιακό εργαλείο που αποτελείται από ένα στέλεχος, στην άκρη του οποίου είναι προσαρμοσμένο ένα κροσσωτό σφουγγαρόπανο που στύβεται, συνήθ. με έναν ειδικό μηχανισμό. 2. (παρωχ.) καθαρίστρια που σφουγγαρίζει πατώματα και σκάλες.

[σφουγγαρισ- (σφουγγαρίζω) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες