Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σφιχταγκαλιάζω [sfixtaŋgalázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αγκαλιάζω κπ. σφιχτά, κυρίως ως εκδήλωση θερμής αγάπης: Tο ζευγάρι περπατούσε σφιχταγκαλιασμένο. 2. (μτφ.) πιέζω κπ. πολύ, τον φέρνω σε μια κατάσταση πολύ δύσκολη ή επικίνδυνη, από την οποία δεν μπορεί να γλιτώσει: Ο φασισμός είχε σφιχταγκαλιάσει τις χώρες της Ευρώπης.
[σφιχτ(ά) + αγκαλιάζω]