Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφηκοφωλιά
1 εγγραφή
σφηκοφωλιά η [sfikofolá] & σφηγκοφωλιά η [sfiŋgofolá] Ο24 : I1.φωλιά που κατασκευάζουν οι σφήκες και που σχηματίζεται από μικρές πολυγωνικές κοιλότητες: Bάζω καπνό στη ~ για να βγουν οι σφήκες. 2. (μτφ.) τόπος όπου συγκεντρώνονται ή ζουν μόνιμα άτομα που θεωρούνται επικίνδυνα: H γειτονιά μου έχει γίνει ~ τρομοκρατών. II. για κτ. που έχει τη μορφή της σφηκοφωλιάς. 1. (ραπτ.) διακοσμητική πτύχωση. 2. είδος πλέξης.

[σφήκ(α), σφήγκ(α) -ο- + φωλιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες