Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σφενδόνη η [sfenδóni] Ο30 : I.εκηβόλο όπλο που το αποτελούσαν δύο δερμάτινοι ιμάντες, με μια θήκη στο κέντρο για την τοποθέτηση του βλήματος που εκσφενδόνιζαν, και μια ξύλινη λαβή. II. (αρχιτ.) το κυρτό τμήμα των κερκίδων του σταδίου.
[λόγ.: I: αρχ. σφενδόνη· ΙΙ: μσν. σημ.]
- σφενδονήτης ο [sfenδonítis] Ο10 : στην αρχαιότητα, οπλίτης ελαφρά οπλισμένος με σφενδόνη.
[λόγ. < αρχ. σφενδονήτης]