Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφαχτός
1 εγγραφή
σφαχτός -ή -ό [sfaxtós] Ε1 : (οικ.) που τον έχουν σφάξει, συνήθ. ως ουσ. το σφαχτό, ζώο που το έχουν σφάξει για να καταναλωθεί από τον άνθρωπο· σφάγιο1: Ο χασάπης λιανίζει τα σφαχτά.

[αρχ. σφακτός `σφαγμένος΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες