Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφαλιάρα
1 εγγραφή
σφαλιάρα η [sfalára] Ο25α : (οικ.) δυνατό χτύπημα στο κεφάλι με το εσωτερικό μέρος της ανοιχτής παλάμης· καρπαζιά: Θα σου δώσω / τραβήξω μια ~. Έφαγε δυο σφαλιάρες. ΦΡ κάποιος τρώει σφαλιάρες / είναι άνθρωπος της σφαλιάρας, γίνεται αντικείμενο κοροϊδίας και εκμετάλλευσης από τους άλλους.

[ίσως ιταλ. ρ. sfagliare `κάνω απότομα τίναγμα με τα πόδια (για ζώα)΄ που με προσθήκη θεωρήθηκε θηλ. ουσ. στον πληθ. σφαλιάρ-ες και εν. σε ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες