Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σφαλερίτης ο [sfalerítis] Ο10 : ορυκτός θειούχος ψευδάργυρος.
[λόγ. < γερμ. Sphalerit < αρχ. σφαλερ(ός, σφάλλομαι) -it = -ίτης]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < γερμ. Sphalerit < αρχ. σφαλερ(ός, σφάλλομαι) -it = -ίτης]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |