Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφαλερίτης
1 εγγραφή
σφαλερίτης ο [sfalerítis] Ο10 : ορυκτός θειούχος ψευδάργυρος.

[λόγ. < γερμ. Sphalerit < αρχ. σφαλερ(ός, σφάλλομαι) -it = -ίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες