Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφαιρικός
1 εγγραφή
σφαιρικός -ή -ό [sferikós] Ε1 : 1α.που μοιάζει με σφαίρα, που έχει σχήμα σφαίρας: Σφαιρικό κάτοπτρο. β. που ανήκει σε σφαίρα: Σφαιρικό τμήμα / τρίγωνο. γ. που έχει σχέση με τη σφαίρα: Σφαιρική τριγωνομετρία, που πραγματεύεται τα σφαιρικά τρίγωνα. || ~ διαβήτης, που χρησιμοποιείται για να κατασκευάζουν περιφέρειες κύκλων σε σφαιρική επιφάνεια. 2. (μτφ., με αφηρ. ουσ.) που αναφέρεται γενικά σε όλες τις πλευρές ενός θέματος· συνολικός2: H σφαιρική θεώρηση ενός προβλήματος. H σφαιρική αντίληψη της ζωής. Tο σχολείο επιδιώκει τη σφαιρική ανάπτυξη του παιδιού. σφαιρικά ΕΠIΡΡ: Tο εκπαιδευτικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται ~.

[λόγ.: 1α, β: ελνστ. σφαιρικός· γ: σημδ. γαλλ. sphérique < υστλατ. sphericus < ελνστ. σφαιρικός· 2: σημδ. γαλλ. global]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες