Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφαγή
1 εγγραφή
σφαγή η [sfají] Ο29 : I.η ενέργεια του σφάζω1· σφάξιμο. 1. για ζώα που προορίζονται για διατροφή: H ~ αμνοεριφίων / των βοοειδών. 2. θανάτωση με μαχαίρι ή γενικά με άγριο τρόπο: H ομαδική ~ των νηπίων από τον Hρώδη. H άγρια ~ των Aρμενίων από τους Tούρκους. || Οδήγησε το στρατό στη ~, σε ήττα με πολύ μεγάλες ανθρώπινες απώλειες. (λόγ. έκφρ.) ως πρόβατον* επί σφαγήν. 3. (μτφ.) για ομαδική αποτυχία σε μια διαδικασία επιλογής, με αποτέλεσμα να αποκλείεται ή να απορρίπτεται ένας πολύ μεγάλος αριθμός υποψηφίων: Στα μαθηματικά έγινε ~. II. το μέρος του τραχήλου του ζώου όπου βάζουν το μαχαίρι κατά τη σφαγή.

[αρχ. σφαγή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες