Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συφοριασμένος -η -ο [siforjazménos] Ε3 : (οικ.) 1. (για πρόσ.) α. δυστυχισμένος. β. που η εξωτερική του εμφάνιση είναι άθλια και δείχνει άνθρωπο δυστυχισμένο. 2. για κτ. που βρίσκεται σε άθλια κατάσταση· ΣYN ΦΡ της συμφοράς*.
[μππ. του συφοριάζομαι < συφορ(ά) -ιάζω, -ομαι]