Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συφοριασμένος
1 εγγραφή
συφοριασμένος -η -ο [siforjazménos] Ε3 : (οικ.) 1. (για πρόσ.) α. δυστυχισμένος. β. που η εξωτερική του εμφάνιση είναι άθλια και δείχνει άνθρωπο δυστυχισμένο. 2. για κτ. που βρίσκεται σε άθλια κατάσταση· ΣYN ΦΡ της συμφοράς*.

[μππ. του συφοριάζομαι < συφορ(ά) -ιάζω, -ομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες