Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συφιλιδικός
1 εγγραφή
συφιλιδικός -ή -ό [sifiliδikós] Ε1 : 1.που οφείλεται στη σύφιλη ή που τη χαρακτηρίζει: Συφιλιδικά έλκη. 2. για κπ. που έχει προσβληθεί από σύφιλη. || (ως ουσ.) ο συφιλιδικός.

[λόγ. συφιλιδ- (παλ τ. συφιλίς < γαλλ. syphilis < νλατ. syphilis δες στο σύφιλη) -ικός (νλατ. syphiliticus, γαλλ. syphilitique)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες