Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συσχετισμός
1 εγγραφή
συσχετισμός ο [sisxetizmós] Ο17 : 1α.η αμοιβαία σχέση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα φαινόμενα ή καταστάσεις, όταν αυτά μεταβάλλονται ταυτόχρονα είτε γιατί υπάρχει ένας δεσμός αιτιότητας μεταξύ των στοιχείων τους είτε γιατί εξαρτώνται από κοινές αιτίες: Yπάρχει ~ μεταξύ της βιομηχανικής ανάπτυξης και της ρύπανσης του περιβάλλοντος. β. συσχέτιση: Πρέπει να γίνει ένας ~ των δεδομένων. 2. η κατάσταση που είναι αποτέλεσμα της παραπάνω σχέσης: Mετά τις εκλογές άλλαξε ο ~ των δυνάμεων των κομμάτων.

[λόγ. συσχετισ- (συσχετίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες