Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συστηματοποίηση η [sistimatopíisi] Ο33 : η ενέργεια του συστηματοποιώ, η οργάνωση με βάση ένα σύστημα: H ~ των μελετών / ερευνών. H ~ των γνώσεων.
[λόγ. συστηματοποιη- (συστηματοποιώ) -σις > -ση]