Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συσταλτός -ή -ό [sistaltós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να συστέλλεται, να μειώνει τις διαστάσεις του, όταν δέχεται το κατάλληλο ερέθισμα ή όταν βρίσκεται κάτω από ορισμένες συνθήκες: Οι μυϊκές ίνες είναι συσταλτές.
[λόγ. συσταλ- (συστέλλω) -τός μτφρδ. γαλλ. contractile]