Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συσσώρευση
1 item total
συσσώρευση η [sisórefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συσσωρεύω. 1. συγκέντρωση πολλών υλικών στοιχείων σε σχετικά μικρή έκταση ή σε ακατάλληλη θέση: H ~ τόσων εκθεμάτων μέσα στην αίθουσα δημιουργεί μια ασφυκτική ατμόσφαιρα. H ~ αλάτων στα οστά δημιουργεί προβλήματα υγείας. H ~ νεφών στην ατμόσφαιρα. 2α. ταυτόχρονη ύπαρξη πολλών ψυχικών καταστάσεων ή φαινομένων: H ~ των καθημερινών προβλημάτων δημιουργεί ψυχολογικά αδιέξοδα. Σκοπός του σχολείου δεν είναι απλώς η ~ γνώσεων αλλά και η αξιοποίησή τους. || παράθεση πολλών συνώνυμων λέξεων ή εκφράσεων, ή συγκέντρωση πολλών λεπτομερειών ή επαναλήψεων: Στη λεξικογραφία χρησιμοποιείται η ~, για να γίνει το λήμμα πιο πλήρες και συνάμα πιο σύντομο. H ~ δημιουργεί ύφος σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. β. (οικον.) ~ κεφαλαίων, το σύνολο των νέων επενδύσεων σε μια χώρα ή σε μια ομάδα χωρών.

[λόγ. συσσωρεύ(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go