Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συρρικνώνω
1 εγγραφή
συρρικνώνω [siriknóno] -ομαι Ρ1 : 1.κάνω κτ. να ζαρώσει ή και να περιοριστεί ως προς τις διαστάσεις του: Tο συρρικνωμένο δέρμα ενός γερο ντικού σώματος. Mε την κατάλληλη θεραπεία συρρικνώθηκε ο όγκος. 2. (μτφ.) περιορίζω την έκταση, την ευρύτητα ή μειώνω τον αριθμό, το ποσό ενός συγκεκριμένου πράγματος ή μιας αφηρημένης έννοιας: Οι αραβικές κατακτήσεις συρρίκνωσαν τα σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Έχουν συρρικνωθεί οι αρμοδιότητες της κεντρικής διοίκησης. Tο φεστιβάλ του κινηματογράφου έχει συρρικνωθεί τόσο από την άποψη του χρόνου, όσο και από την άποψη της συμμετοχής σκηνοθετών.

[λόγ. συρ- (δες συν-) αρχ. ῥικν(οῦμαι) -ώνομαι `ζαρώνω΄ μτφρδ. γαλλ. resserrer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες