Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συρμός
2 εγγραφές [1 - 2]
συρμός 1 ο [sirmós] Ο17 : (λόγ.) αμαξοστοιχία, τρένο.

[λόγ. < αρχ. συρμός `κτ. που σέρνεται, που αφήνει ίχνος΄ σημδ. αγγλ. train]

συρμός 2 ο : (παρωχ.) μόδα, συνήθ. στην έκφραση κτ. είναι του συρμού, είναι μοντέρνο, συχνά και με αρνητική φόρτιση: Είναι του συρμού τα κινητά.

[λόγ. < αρχ. συρμός `κτ. που σέρνεται, που αφήνει ίχνος΄ σημδ. γαλλ. train `τρόπος ζωής΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες