Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συρμή
1 εγγραφή
συρμή η [sirmí] Ο29 : αυλάκι, νεροσυρμή.

[ελνστ. συρμή `αχνάρι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες